κόρωμα

κόρωμα
τό
1) каление; 2) воспламенение, вспыхивание; 3) перен. вспышка (гнева и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κόρωμα" в других словарях:

  • κόρωμα — το [κορώνω] 1. πύρωση, άναμμα 2. έξαψη, φλόγωση …   Dictionary of Greek

  • κόρωμα — το, ατος 1. διαπύρωοη, πυράκτωση. 2. έξαψη, ερεθισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόρωση — η [κορώνω] το κόρωμα …   Dictionary of Greek

  • έξαψη — η 1. θέρμανση, άναμμα και μτφ., διέγερση των ψυχικών λειτουργιών, παραφορά, κόρωμα, ξέσπασμα οργής. 2. (ιατρ.), παροδικό αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο, που συνοδεύεται με κοκκίνισμα, εξαιτίας κυκλοφοριακής ανωμαλίας από σωματικά ή ψυχολογικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»